ευθάλασσος

ευθάλασσος
-η, -ο (Α εὐθάλασσος και εὐθάλαττος, -ον)
νεοελλ.
(για πλοίο) αυτός που αντέχει στις θαλασσοταραχές, ο καλοτάξιδος
αρχ.
1. αυτός που βρίσκεται κοντά στη θάλασσα («πόλιν ἀρχαίαν καὶ εὐθάλαττον», Φιλόστρ.)
2. αυτός που αντέχει στη θάλασσα, που ταξιδεύει χωρίς να τόν πειράζει η θάλασσα
3. φρ. «δῶρον εὐθάλασσον» — το δώρο τής ναυτικής δύναμης (τών Αθηναίων) (Σοφ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • εὐθάλασσος — lying well by the sea masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐθάλασσον — εὐθάλασσος lying well by the sea masc/fem acc sg εὐθάλασσος lying well by the sea neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐθαλάσσων — εὐθάλασσος lying well by the sea masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐθάλαττον — εὐθάλασσον , εὐθάλασσος lying well by the sea masc/fem acc sg εὐθάλασσον , εὐθάλασσος lying well by the sea neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θάλασσα — Το σύνολο του όγκου του αλμυρού νερού που καλύπτει τις κοιλότητες της γήινης επιφάνειας και επιτρέπει να προβάλλουν η ηπειρωτική ξηρά και τα νησιά. Με την περιορισμένη έννοια, ο όρος υποδηλώνει ένα οποιοδήποτε, πολύ ή λίγο, ευρύ τμήμα του ίδιου… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”